-
1 σωρός
σωρός, ὁ, der Haufen; bes. der Getreidehaufen, Hes. O. 780; auch σωρὸς σίτου, Her. 1, 22; σωρὸς ψήγματος, 6, 125; jeder angehäufte Vorrath, überh. Menge, Fülle, χρημάτων, κακῶν, ἀγαϑῶν, Ar. Plut. 269. 270. 804; σίτου, ξύλων, λίϑων, Xen. Hell. 4, 4, 16 u. Sp., wie Luc. pro merc. cond. 13; Zenob. 1, 10.
См. также в других словарях:
σωρός — ο, ΝΜΑ 1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν»,… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia